- καρηβαρώ
- -έω (Α καρηβαρῶ, -έω και καρηβαριῶ, -άω [καρηβαρής]έχω βάρος στο κεφάλι, έχω πονοκέφαλο, ζαλίζομαιαρχ.μτφ. (για αδράχτι) έχω πολύ νήμα («τόν τε καρηβαρέοντα ἄτρακτον», Ανθ. Παλ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καρηβαρῶ — καρηβαράω to be heavy in the head pres imperat mp 2nd sg καρηβαράω to be heavy in the head pres subj act 1st sg (attic epic ionic) καρηβαράω to be heavy in the head pres ind act 1st sg (attic epic ionic) καρηβαράω to be heavy in the head pres… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακροβαρώ — ἀκροβαρῶ ( έω) (Α) χάνω την ισορροπία μου γιατί δέχομαι υπερβολική πίεση στα άκρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ἀκροβαρής < ἀκρο (Ι) + βαρής < βάρος, πρβλ. οἰνοβαρής οἰνοβαρῶ, καρηβαρής καρηβαρῶ] … Dictionary of Greek
κάρα — (Kara). Τοπωνύμιο της Ρωσίας. 1. Ακραίο θαλάσσιο τμήμα (880.000 τ. χλμ.) του Αρκτικού ωκεανού. Έχει μέσο βάθος 127 μ. και μέγιστο βάθος 620 μ. Ορίζεται από την ακτογραμμή της πεδιάδας της δυτικής Σιβηρίας και από τα νησιά Νέα Γη, Γη του… … Dictionary of Greek
καραιβαρώ — καραιβαρῶ, άω (Α) βλ. καρηβαρώ … Dictionary of Greek
καρηβάρησις — καρηβάρησις, ἡ (Α) [καρηβαρώ] καρηβαρία*, πονοκέφαλος … Dictionary of Greek
καρηβαρία — και ιων. τ. καρηβαρίη, ἡ (Α) [καρηβαρώ] 1. πόνος τού κεφαλιού, κεφαλαλγία, κεφαλόπονος 2. φρ. «καρηβαρία βάκτρου» βάρος τής κορυφής ράβδου, παράφραση για ροζιασμένο ραβδί (Ανθ. Παλ.) … Dictionary of Greek
καρηβαριώ — καρηβαριῶ, άω (Α) [καρηβαρία] καρηβαρώ* … Dictionary of Greek